- δογματίσαντες
- δογματίζωlay down as an opinionaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωματόμορφος — ον, Μ με μορφή σωματική («οἱ σωματόμορφον τὸν Θεὸν δογματίσαντες», Αναστ. Σιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + μορφος (< μορφή), πρβλ. γυναικό μορφος] … Dictionary of Greek